ζάλος: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(16)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Μ [[ζάλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζάλη]], [[σκοτοδίνη]]<br />«έχει [[ζάλο]] στο [[κεφάλι]]»<br /><b>2.</b> [[ζαλιά]], [[φορτίο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βάσανο]], [[σκοτούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζάλη]], με [[μεταβολή]] γένους].———————— <b>(II)</b><br />[[ζάλος]], ὁ (Α)<br />[[λάσπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Μ [[ζάλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζάλη]], [[σκοτοδίνη]]<br />«έχει [[ζάλο]] στο [[κεφάλι]]»<br /><b>2.</b> [[ζαλιά]], [[φορτίο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βάσανο]], [[σκοτούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζάλη]], με [[μεταβολή]] γένους].<br /><b>(II)</b><br />[[ζάλος]], ὁ (Α)<br />[[λάσπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Revision as of 13:00, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάλος Medium diacritics: ζάλος Low diacritics: ζάλος Capitals: ΖΑΛΟΣ
Transliteration A: zálos Transliteration B: zalos Transliteration C: zalos Beta Code: za/los

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A mud, ζ. ἰλυόεις,= βορβορῶδες κῦμα, Nic.Th.568; ζάλον (ζαλόν cod.)· πηλόν, Hsch.: metaph., Lib.Ep.1144.

German (Pape)

[Seite 1136] ὁ, = ζάλη, ἰλυόεις, schlammiger Strudel, Nic. Th. 568, Schol. βορβορῶδες κῦμα.

Greek (Liddell-Scott)

ζάλος: ὁ, = ζάλη, ζάλος ἰλυόεις, βορβορῶδες κῦμα, Νικ. Θ. 568.

Greek Monolingual

(I)
ο (Μ ζάλος)
νεοελλ.
1. ζάλη, σκοτοδίνη
«έχει ζάλο στο κεφάλι»
2. ζαλιά, φορτίο
μσν.
βάσανο, σκοτούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη, με μεταβολή γένους].
(II)
ζάλος, ὁ (Α)
λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].