ζαλιά

From LSJ

Greek Monolingual

η
φορτίο από ξύλα ή φρύγανα, το οποίο βαστάζει κάποιος στους ώμους, αλλ. ζαλίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι].