ζάλο

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

το (Μ ζάλο και ζάλον)
1. βήμα, βηματισμός χορού, γρήγορη περιστροφή
2. πήδημα
3. φρ. α) «στέκω σ' ένα ζάλο» — μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμη
β) «παίρνω τα ζάλα» — προχωρώ
γ) «ζάλο και ζάλο» — βήμα-βήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος με ηχηροποίηση του αρκτικού -s- σε -z- (πρβλ. σάκχαρις < ζάχαρη)].