ζάλο
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
Greek Monolingual
το (Μ ζάλο και ζάλον)
1. βήμα, βηματισμός χορού, γρήγορη περιστροφή
2. πήδημα
3. φρ. α) «στέκω σ' ένα ζάλο» — μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμη
β) «παίρνω τα ζάλα» — προχωρώ
γ) «ζάλο και ζάλο» — βήμα-βήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος με ηχηροποίηση του αρκτικού -s- σε -z- (πρβλ. σάκχαρις < ζάχαρη)].