ζάλος
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, mud, ζ. ἰλυόεις, = βορβορῶδες κῦμα, Nic.Th.568; ζάλον (ζαλόν cod.)· πηλόν, Hsch.: metaph., Lib.Ep.1144.
German (Pape)
[Seite 1136] ὁ, = ζάλη, ἰλυόεις, schlammiger Strudel, Nic. Th. 568, Schol. βορβορῶδες κῦμα.
Greek (Liddell-Scott)
ζάλος: ὁ, = ζάλη, ζάλος ἰλυόεις, βορβορῶδες κῦμα, Νικ. Θ. 568.
Greek Monolingual
(I)
ο (Μ ζάλος)
νεοελλ.
1. ζάλη, σκοτοδίνη
«έχει ζάλο στο κεφάλι»
2. ζαλιά, φορτίο
μσν.
βάσανο, σκοτούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη, με μεταβολή γένους].
(II)
ζάλος, ὁ (Α)
λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].