θυία: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
(2b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ (Α [[θυία]]) [[θύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας τών κωνοφόρων, κν. [[τούγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ευώδες [[δένδρο]] της Αφρικής<br /><b>2.</b> το [[θύον]].———————— <b>(II)</b><br />θυῑα, τὰ (Α) [<i>θύω</i> (ΙΙ)]<br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Διονύσου στην Ήλιδα.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ (Α [[θυία]]) [[θύον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας τών κωνοφόρων, κν. [[τούγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ευώδες [[δένδρο]] της Αφρικής<br /><b>2.</b> το [[θύον]].<br /><b>(II)</b><br />θυῑα, τὰ (Α) [<i>θύω</i> (ΙΙ)]<br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Διονύσου στην Ήλιδα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:07, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυία Medium diacritics: θυία Low diacritics: θυία Capitals: ΘΥΙΑ
Transliteration A: thyía Transliteration B: thuia Transliteration C: thyia Beta Code: qui/a

English (LSJ)

ἡ,

   A odorous cedar, Juniperus foetidissima, Thphr.HP1.9.3, 4.1.3; or θύεια, ib.3.4.2,6.    II = θύον 1 (q. v.), Dsc.1.26.    III v. θυεία.

Greek (Liddell-Scott)

θυία: ἢ βέλτιον θύα, ἡ, δένδρον τι τῆς Ἀφρικῆς εὐῶδες, ἐξ οὗ κατεσκεύαζον πολυτελῆ ἔπιπλα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 7, Πλίν. Η. Ν. 13. 30 (ἐν οἷς χωρίοις καλεῖται καὶ θύον, ὃ ἴδε), Διόδ. 5. 46. Τὸ ξύλον ὅλως ἀσαπές, Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.∙ καὶ ἦτο ποικίλον, Στράβ. 202, Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ.∙ ἀλλ’ εἶχεν ἐνίοτε κηλῖδας, Διοσκ. 1. 25∙ ξύλον θύϊον, ἀναφέρεται ὡς βαρύτιμον, Ἀποκάλ. ιη΄, 12. Ἦτο πιθανῶς εἶδός τι ἀρκεύθου ἢ arbor vitae. Οἱ Λατῖνοι μετέφραζον αὐτὸ διὰ τοῦ citrus, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ συγχέωμεν αὐτὸ πρὸς τὴν κιτρέαν, ἴδε Πλίν. Η. Ν. 13. 6. 2) εἶδος δένδρου φυομένου ἐπὶ τῶν Ἑλληνικῶν ὀρέων, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3., 4. 1, 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 thuia (lat. citrus);
2 arbre toujours vert des montagnes de Grèce, le savinier.
Étymologie: R. Θυ, exhaler un souffle, une odeur ; cf. θυμός, θύμος.

Spanish

mortero

Greek Monolingual

(I)
ἡ (Α θυία) θύον
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας τών κωνοφόρων, κν. τούγια
αρχ.
1. ευώδες δένδρο της Αφρικής
2. το θύον.
(II)
θυῑα, τὰ (Α) [θύω (ΙΙ)]
γιορτή προς τιμήν του Διονύσου στην Ήλιδα.

Greek Monotonic

θυία: ή καλύτερα θύεια, ἡ, Αφρικανικό δέντρο με ευώδες ξύλο, είδος κέδρου ή juniper, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

θυία: ἡ Diod., Plin. v. l. = θύον.