κακοτράχαλος: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] από τρόχαλα, από μικρές πέτρες, [[πετρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τρόχαλο]] «μικρή [[πέτρα]]»]. | |mltxt=-η, -ο<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] από τρόχαλα, από μικρές πέτρες, [[πετρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τρόχαλο]] «μικρή [[πέτρα]]»].<br />-η, -ο<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κακός]], [[δύσβατος]], [[δυσπρόσιτος]], [[ανώμαλος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δύσμορφος]], κακοφτειαγμένος, [[δύσκαμπτος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>μτφ.</b> αυτός που δύσκολα συμβιβάζεται, [[ζόρικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακο</i>-[[τρόχαλος]], με προληπτική αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>α</i>-]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:14, 8 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο
(για τόπο) γεμάτος από τρόχαλα, από μικρές πέτρες, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + τρόχαλο «μικρή πέτρα»].
-η, -ο
1. (για τόπο) κακός, δύσβατος, δυσπρόσιτος, ανώμαλος
2. (για πρόσ.) δύσμορφος, κακοφτειαγμένος, δύσκαμπτος
3. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που δύσκολα συμβιβάζεται, ζόρικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακο-τρόχαλος, με προληπτική αφομοιωτική τροπή του -ο- σε -α-].