ἀμφίπολις: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(2)
(1a)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίπολις:''' ποιητ. [[ἀμφί]]-πτολις, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περικυκλώνει την πόλη, για πόλη που αλώνεται μέσω αποκλεισμού, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως θηλ. ουσ., πόλη [[μεταξύ]] [[δύο]] θαλασσών ή ποταμών, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀμφίπολις:''' ποιητ. [[ἀμφί]]-πτολις, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περικυκλώνει την πόλη, για πόλη που αλώνεται μέσω αποκλεισμού, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως θηλ. ουσ., πόλη [[μεταξύ]] [[δύο]] θαλασσών ή ποταμών, σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> encompassing a [[city]], of a [[city]] taken by [[blockade]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as fem. Subst. a [[city]] [[between]] two seas or rivers, Thuc.
}}
}}

Revision as of 11:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίπολις Medium diacritics: ἀμφίπολις Low diacritics: αμφίπολις Capitals: ΑΜΦΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: amphípolis Transliteration B: amphipolis Transliteration C: amfipolis Beta Code: a)mfi/polis

English (LSJ)

poet. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ,

   A encompassing city, ἀνάγκη ἀμφίπτολις A.Ch.75 (lyr.).    II Subst. ἀ., ἡ, city encompassed by a river, as pr. n., Th.4.102, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπολις: ποιητ. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ, ὁ περιβάλλων ἢ ἡ περιβάλλουσα πόλιν τινά ἀνάγκη ἀμφίπτολις, necessitas urbi circumdata (Βλωμφ.), ἐπὶ πόλεως ἁλούσης δι’ ἀποκλεισμοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 74· πρβλ. ἀμφιτειχής. ΙΙ. ὡς οὐσ. ἀμφίπολις, ἡ μεταξὺ δύο θαλασσῶν ἢ ποταμῶν πόλις, ἴδε Θουκ. 4. 102.

Greek Monolingual

ἀμφίπολις και ποιητ. ἀμφίπτολις, ο, η (Α)
1. αυτός που περιβάλλει μια πόλη
2. (το θηλυκό ως ουσ.) ἀμφίπολις
α) πόλη που έχει και από τις δύο πλευρές της ποτάμι (τον Στρυμόνα)
β) πόλη έτσι χτισμένη ώστε να είναι και ηπειρωτική και παραθαλάσσια (Θουκ. 4, 102).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πόλις.

Greek Monotonic

ἀμφίπολις: ποιητ. ἀμφί-πτολις, , ,
I. αυτός που περικυκλώνει την πόλη, για πόλη που αλώνεται μέσω αποκλεισμού, σε Αισχύλ.
II. ως θηλ. ουσ., πόλη μεταξύ δύο θαλασσών ή ποταμών, σε Θουκ.

Middle Liddell


I. encompassing a city, of a city taken by blockade, Aesch.
II. as fem. Subst. a city between two seas or rivers, Thuc.