ἱπποδέτης: Difference between revisions
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἱπποδέτης:''' ου adj. служащий для привязывания лошади ([[ῥυτήρ]] Soph.). | |elrutext='''ἱπποδέτης:''' ου adj. служащий для привязывания лошади ([[ῥυτήρ]] Soph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἱππο-[[δέτης]], ου, [δέω1]<br />[[binding]] horses, Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A binding horses, ῥυτήρ S.Aj.241 (anap.); epith. of Heracles at Thebes and Onchestos, Paus.9.26.1.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, das Pferdeband, der Riemen, an dem man das Pferd hält, Soph. Ai. 237; Ἡρακλῆς hieß so in Theben, Paus. 9, 26, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποδέτης: -ου, ὁ, ὁ δένων ἵππους, ἱπποδέτην ῥυτῆρα Σοφ. Αἴ. 241· ἐπίθετ. τοῦ Ἡρακλέους ἐν Θήβαις καὶ Ὀγχηστῷ, Παυσ. 9. 26, 1.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui sert à attacher les chevaux.
Étymologie: ἵππος, δέω.
Greek Monolingual
ἱπποδέτης, ὁ (Α)
1. αυτός που δένει τους ίππους («ἱπποδέτην ῥυτῆρα», Σοφ.)
2. επίθ. του Ηρακλή στη Θήβα και στην Ογχηστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δέτης (< δέω [ΙΙ])].
Greek Monotonic
ἱπποδέτης: -ου, ὁ (δέω, δένω), αυτός που δένει τα άλογα, καπίστρι, χαλινάρι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποδέτης: ου adj. служащий для привязывания лошади (ῥυτήρ Soph.).