μυρμηγκιά: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(26) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και μερμηγκιά και [[μυρμηκιά]], η (ΑΜ [[μυρμηκία]] και [[μυρμηκιά]], ή και [[μυρμήκια]], τὰ)<br /><b>1.</b> [[φωλιά]] μυρμηγκιών, [[μυρμηγκότρυπα]] («ἔτι δὲ oἱ μύρμηκες ὑπ' ὀριγάνου καὶ θείου περιπαττομένων [[λείων]] ἐκλείπουσι τὰς [[μυρμηκίας]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> μεγάλο και πυκνό [[πλήθος]]<br /><b>3.</b> [[αφθονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μυρμηκίαι ἐκτράπελοι» — η [[κύμανση]], ο [[χρωματισμός]] της φωνής που γίνεται με τρόπο ώστε να προκαλεί δυσάρεστο ερεθισμό στο [[αφτί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> περιληπτική κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> [[θημωνιά]]). Οι νεοελλ. τ. [[μυρμηγκιά]] / <i>μερμηγκιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[μυρμήγκι]] / [[μερμήγκι]]. Για το -<i>γκ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[μυρμήγκι]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και μερμηγκιά και [[μυρμηκιά]], η (ΑΜ [[μυρμηκία]] και [[μυρμηκιά]], ή και [[μυρμήκια]], τὰ)<br /><b>1.</b> [[φωλιά]] μυρμηγκιών, [[μυρμηγκότρυπα]] («ἔτι δὲ oἱ μύρμηκες ὑπ' ὀριγάνου καὶ θείου περιπαττομένων [[λείων]] ἐκλείπουσι τὰς [[μυρμηκίας]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> μεγάλο και πυκνό [[πλήθος]]<br /><b>3.</b> [[αφθονία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μυρμηκίαι ἐκτράπελοι» — η [[κύμανση]], ο [[χρωματισμός]] της φωνής που γίνεται με τρόπο ώστε να προκαλεί δυσάρεστο ερεθισμό στο [[αφτί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> περιληπτική κατάλ. -<i>ιά</i> (<b>πρβλ.</b> [[θημωνιά]]). Οι νεοελλ. τ. [[μυρμηγκιά]] / <i>μερμηγκιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[μυρμήγκι]] / [[μερμήγκι]]. Για το -<i>γκ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[μυρμήγκι]]].<br /> <b>(II)</b><br />και μερμηγκιά και [[μυρμηκία]], η (ΑΜ [[μυρμηκία]])<br />[[ακροχορδόνα]], [[κρεατοελιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[μυρμηκία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παχυδερμ</i>-<i>ία</i>). Οι νεοελλ. τ. [[μυρμηγκιά]] / <i>μερμηγκιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[μυρμήγκι]] / [[μερμήγκι]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
και μερμηγκιά και μυρμηκιά, η (ΑΜ μυρμηκία και μυρμηκιά, ή και μυρμήκια, τὰ)
1. φωλιά μυρμηγκιών, μυρμηγκότρυπα («ἔτι δὲ oἱ μύρμηκες ὑπ' ὀριγάνου καὶ θείου περιπαττομένων λείων ἐκλείπουσι τὰς μυρμηκίας», Αριστοτ.)
2. μτφ. μεγάλο και πυκνό πλήθος
3. αφθονία
αρχ.
φρ. «μυρμηκίαι ἐκτράπελοι» — η κύμανση, ο χρωματισμός της φωνής που γίνεται με τρόπο ώστε να προκαλεί δυσάρεστο ερεθισμό στο αφτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + περιληπτική κατάλ. -ιά (πρβλ. θημωνιά). Οι νεοελλ. τ. μυρμηγκιά / μερμηγκιά < μυρμήγκι / μερμήγκι. Για το -γκ- βλ. λ. μυρμήγκι].
(II)
και μερμηγκιά και μυρμηκία, η (ΑΜ μυρμηκία)
ακροχορδόνα, κρεατοελιά
νεοελλ.
ιατρ. βλ. μυρμηκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. -ία (πρβλ. παχυδερμ-ία). Οι νεοελλ. τ. μυρμηγκιά / μερμηγκιά < μυρμήγκι / μερμήγκι].