σκιραφεῖον: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκῑρᾰφεῖον:''' τό игорный дом Isocr., Luc. | |elrutext='''σκῑρᾰφεῖον:''' τό игорный дом Isocr., Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σκῑρᾰφεῖον, ου, τό,<br />a [[gambling]]-[[house]], Isocr. [from σκί¯ρᾰφος] | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 9 January 2019
English (LSJ)
(in codd. sts. σκιράφιον), τό,
A gambling-house, Isoc.7.48, 15.287, Theopomp.Hist.221.
German (Pape)
[Seite 899] τό, auch σκειραφεῖον, Ort, wo man zum Würfelspielen zusammenkommt; οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, Isocr. 7, 48; VLL., die κυβευτήριον erkl., Poll. 9, 96.
Greek (Liddell-Scott)
σκῑρᾰφεῖον: (ἐν Ἀντιγράφ. ἐνίοτε σκιράφιον), τό, τόπος ἔνθα παίζουσι τοὺς κύβους, κυβευτήριον, Ἰσοκρ. 149C, π. Ἀντιδ. § 306, πρβλ. Ἄμφιδα ἐν «Κυβευταῖς» 1, Θεοπόμπ. Ἱστ. 254. ― Ἐντεῦθεν, σκῑραφεία, ἡ, τὸ κυβεύειν, ἡ, κυβεία, Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu où on joue aux dés, maison de jeu.
Étymologie: σκίραφος.
Greek Monolingual
και σκιράφιον, τὸ, Α σκίραφος
τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.).
Greek Monotonic
σκῑρᾰφεῖον: τό, το μέρος όπου παίζονται τυχερά παιχνίδια ή ζάρια, σε Ισοκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιραφεῖον -ου, τό [σκίραφος: dobbelbeker] plaats waar je kunt dobbelen: speelhol, speelhuis.
Russian (Dvoretsky)
σκῑρᾰφεῖον: τό игорный дом Isocr., Luc.
Middle Liddell
σκῑρᾰφεῖον, ου, τό,
a gambling-house, Isocr. [from σκί¯ρᾰφος]