δίσκηπτρος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(1b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δίσκηπτρος:''' двускипетрный (τιμὴ Ἀτρείδαιν Aesch.).
|elrutext='''δίσκηπτρος:''' двускипетрный (τιμὴ Ἀτρείδαιν Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δί-σκηπτρος, ον <i>adj</i> [[σκῆπτρον]]<br />two-sceptred, Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίσκηπτρος Medium diacritics: δίσκηπτρος Low diacritics: δίσκηπτρος Capitals: ΔΙΣΚΗΠΤΡΟΣ
Transliteration A: dískēptros Transliteration B: diskēptros Transliteration C: diskiptros Beta Code: di/skhptros

English (LSJ)

ον,

   A two-sceptred, τιμή, of the Atridae, A.Ag.43 (anap.).

German (Pape)

[Seite 642] τιμή, zwei Reiche beherrschend, von den Atriden, Aesch. Ag. 43.

Greek (Liddell-Scott)

δίσκηπτρος: -ον, δύο σκῆπτρα ἔχων· ἐπὶ τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 43· πρβλ. δίθρονος, δικρατής.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au double sceptre.
Étymologie: δίς, σκῆπτρον.

Spanish (DGE)

-ον de doble cetro, δίθρονος ... καὶ δ. τιμή A.A.42.

Greek Monolingual

δίσκηπτρος, -ον (Α)
δίθρονος, δικρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + σκήπτρον].

Greek Monotonic

δίσκηπτρος: -ον (σκῆπτρον), αυτός που έχει δύο σκήπτρα, δίθρονος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δίσκηπτρος: двускипетрный (τιμὴ Ἀτρείδαιν Aesch.).

Middle Liddell

δί-σκηπτρος, ον adj σκῆπτρον
two-sceptred, Aesch.