κεραστός: Difference between revisions
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κεραστός:''' adj. verb. к [[κεράννυμι]]. | |elrutext='''κεραστός:''' adj. verb. к [[κεράννυμι]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κεραστός]], ή, όν [[κεράννυμι]]<br />[[mixed]], [[mingled]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A mixed, mingled, APl.4.83.
Greek (Liddell-Scott)
κεραστός: -ή, -όν, μεμιγμένος, ἀναμεμιγμένος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 83.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mêlé, mélangé.
Étymologie: κεράννυμι.
Greek Monolingual
κεραστός, -ή, -όν (Α) κεράννυμι
αναμεμιγμένος.
Greek Monotonic
κεραστός: -ή, -όν (κεράννυμι), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κεραστός: adj. verb. к κεράννυμι.