ἀμίσθωτος: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμίσθωτος:''' <b class="num">1)</b> не сдаваемый в наем, не приносящий дохода ([[οἶκος]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> неоплачиваемый (ξένοι Diod.). | |elrutext='''ἀμίσθωτος:''' <b class="num">1)</b> не сдаваемый в наем, не приносящий дохода ([[οἶκος]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> неоплачиваемый (ξένοι Diod.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μισθόω]]<br />[[bringing]] in no [[rent]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A not let, bringing no return, οἶκος D. 30.6, cf. BCH35.14 (Delos). II unhired, D.S.18.21.
German (Pape)
[Seite 125] unvermiethet, οἶκος Dem. 30, 6; noch nicht in Sold genommen, ξένοι Diod. S. 18, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμίσθωτος: -ον, ὁ μὴ μισθωθείς, μὴ ἀποφέρων εἰσόδημά τι, οἶκος Δημ. 865. 20. ΙΙ. ὁ μὴ μισθωθείς, Διόδ. 18. 21. - Ἐπίρρ. -τί, Ἰουστῖν. Μάρτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non loué, qui ne procure aucun revenu;
2 non salarié.
Étymologie: ἀ, μισθόω.
Spanish (DGE)
-ον
1 de casas no alquilado, que no paga alquiler οἶκος D.30.6, cf. quizá ID 104-32.6 (Delos III a.C.).
2 de pers. no pagado, que no ha recibido la paga <τῶν> ἀμισθώτων γενομένων πολλοὶ διεπλανῶντο ζητοῦντες τοὺς μισθοδοτήσοντας D.S.18.21, cf. Poll.6.191.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμίσθωτος, -ον)
αυτός που δεν μισθώθηκε, δεν ενοικιάστηκε, και που επομένως δεν αποφέρει μισθό, εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μισθωτὸς < μισθῶ -ώνω].
Greek Monotonic
ἀμίσθωτος: -ον (μισθόω), αυτός που δεν αποφέρει εισόδημα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμίσθωτος: 1) не сдаваемый в наем, не приносящий дохода (οἶκος Dem.);
2) неоплачиваемый (ξένοι Diod.).