ἀερσίπους: Difference between revisions
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀερσίπους:''' стяж. [[ἀρσίπους]] 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый (ἵπποι Hom., HH). | |elrutext='''ἀερσίπους:''' стяж. [[ἀρσίπους]] 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый (ἵπποι Hom., HH). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />lifting the feet, [[brisk]]-[[trotting]], ἵπποι Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό,
A high-stepping, ἵπποι ἀερσίποδες Il.18.532; contr.ἀρσί ποδες h.Ven.211, AP7.717.
German (Pape)
[Seite 43] οδος, die Füße hebend, trabend, Hom. dreimal, ἵπποι ἀερσίποδες Iliad. 3, 327. 23, 475, ἐφ' ἵππων βάντες ἀερσιπόδων 18, 532; – h. Ven. 212.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερσίπους: ὁ , ἡ, -πουν, τό, = ὁ αἴρων ὑψηλὰ τὸν πόδα, ζωηρῶς ἀναπηδῶν, ἵπποι ἀερσίποδες, Ἰλ. Σ. 532: συνῃρ. ἀρσίποδες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 211.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ίποδος
qui lève le pied, rapide.
Étymologie: ἀείρω, πούς.
Spanish (DGE)
-ποδος
• Alolema(s): ἀρσί- h.Ven.211, AP 7.717
• Prosodia: [-ῐ-]
que levanta el pie muy alto, velozde caballos Il.18.532, 23.475, h.Ven.l.c., de una liebre AP l.c.
Greek Monotonic
ἀερσίπους: ὁ, ἡ, αυτός που σηκώνει το πόδι ψηλά, που αναπηδά, που καλπάζει ζωηρά ἦ ἵπποι ἀερσίποδες, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀερσίπους: стяж. ἀρσίπους 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый (ἵπποι Hom., HH).