μονόδους: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μονόδους:''' όδοντος adj. однозубый: κόραι [[τρεῖς]] μονόδοντες Aesch. три девы с одним (общим) зубом, т. е. дочери Форка.
|elrutext='''μονόδους:''' όδοντος adj. однозубый: κόραι [[τρεῖς]] μονόδοντες Aesch. три девы с одним (общим) зубом, т. е. дочери Форка.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μον-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,<br />one-toothed, Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόδους Medium diacritics: μονόδους Low diacritics: μονόδους Capitals: ΜΟΝΟΔΟΥΣ
Transliteration A: monódous Transliteration B: monodous Transliteration C: monodous Beta Code: mono/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,

   A one-toothed, A.Pr.796.

German (Pape)

[Seite 202] οντος, mit nur einem Zahne, κόραι τρεῖς μονόδοντες, Aesch. Prom. 798.

Greek (Liddell-Scott)

μονόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὀδόντα, Αἰσχύλ. Πρ. 796.

French (Bailly abrégé)

όδοντος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu’une dent.
Étymologie: μόνος, ὀδούς.

Greek Monolingual

ο και η (Α μονόδους)
νεοελλ.
ζωολ. ελληνική ονομασία της μπελούγκα
αρχ.
αυτός που έχει μόνο ένα δόντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὀδούς, οδόντος].

Greek Monotonic

μονόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ένα μόνο δόντι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μονόδους: όδοντος adj. однозубый: κόραι τρεῖς μονόδοντες Aesch. три девы с одним (общим) зубом, т. е. дочери Форка.

Middle Liddell

μον-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,
one-toothed, Aesch.