ἐνολισθάνω: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(4) |
(1ab) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνολισθάνω:''' ή -[[αίνω]], μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ώλισθον</i>, [[καταρρέω]], [[υποχωρώ]], λέγεται για το [[έδαφος]], σε Πλούτ.· [[γλιστρώ]] και [[πέφτω]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἐνολισθάνω:''' ή -[[αίνω]], μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ώλισθον</i>, [[καταρρέω]], [[υποχωρώ]], λέγεται για το [[έδαφος]], σε Πλούτ.· [[γλιστρώ]] και [[πέφτω]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=or -αίνω fut. -ολισθήσω aor2 -ώλισθον<br />to [[fall]] in, of the [[ground]], Plut.: to [[slip]] and [[fall]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 9 January 2019
English (LSJ)
later ἐνοινο-αίνω, aor. 2 ἐνώλισθον,
A fall in, of the ground, χάσμασι πολλοῖς Plu.Cim.16; slip and fall, of birds, Id.Pomp.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνολισθάνω: καὶ μεταγεν. -αίνω, ὀλισθαίνω ἔν τινι, βυθίζομαι, ἡ δὲ χώρα... χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς Πλουτ. Κίμ. 16˙ ὀλισθαίνω ἔν τινι καὶ πίπτω, ὁ αὐτ. Πομπ. 25.
Greek Monotonic
ἐνολισθάνω: ή -αίνω, μέλ. -ολισθήσω, αόρ. βʹ -ώλισθον, καταρρέω, υποχωρώ, λέγεται για το έδαφος, σε Πλούτ.· γλιστρώ και πέφτω, στον ίδ.
Middle Liddell
or -αίνω fut. -ολισθήσω aor2 -ώλισθον
to fall in, of the ground, Plut.: to slip and fall, Plut.