ὀδαγμός: Difference between revisions
From LSJ
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀδαγμός:''' ὁ Soph. v. l. = [[ἀδαγμός]]. | |elrutext='''ὀδαγμός:''' ὁ Soph. v. l. = [[ἀδαγμός]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀδαγμός]], οῦ, ὁ, [ὀδάξομαι] = [[ἀδαγμός]], Soph.] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ, (ὀδάξομαι)
A itching, irritation, S.Tr.770 codd.: ἀδαγμός Phot.
German (Pape)
[Seite 291] ὁ, ion. ἀδαγμός, das Beißen, Jucken, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδαγμός: ὁ, (ὀδάξομαι) κνησμός, ἐρεθισμός: οὕτω γράφεται ἡ λέξις ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Σοφοκλ. ἐν Τρ. 770, ἔνθα νῦν ἀδαγμός.
Greek Monolingual
ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ-, πρβλ. παθ. υπερσ. ὠ-δάγ-μην, του ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -μός (πρβλ. κηρυγ-μός)].
Greek Monotonic
ὀδαγμός: ὁ (ὀδάξομαι), = ἀδαγμός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀδαγμός: ὁ Soph. v. l. = ἀδαγμός.