ἡμιεργής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(2b)
(1ab)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡμιεργής:''' Luc. = [[ἡμίεργος]].
|elrutext='''ἡμιεργής:''' Luc. = [[ἡμίεργος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[*[[ἔργω]]<br />[[half]]-made, [[half]]-[[finished]], Luc.
}}
}}

Revision as of 13:00, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1167] ές, halb gethan, halb fertig, Luc. astrol. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιεργής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ εἰργασμένος, ἡμιτελής, Λουκ. Ἀστρολ. 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à moitié travaillé, à moitié fait.
Étymologie: ἡμι-, ἔργον.

Greek Monolingual

ἡμιεργής, -ὲς (Α)
ημιέργαστος, ημιτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -εργής (< έργον), πρβλ. δολο-εργής, ευ-εργής].

Greek Monotonic

ἡμιεργής: -ές (*ἔργω), μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος, ημιτελής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιεργής: Luc. = ἡμίεργος.

Middle Liddell

[*ἔργω
half-made, half-finished, Luc.