ἡμιεργής: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(2b) |
(1ab) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμιεργής:''' Luc. = [[ἡμίεργος]]. | |elrutext='''ἡμιεργής:''' Luc. = [[ἡμίεργος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[*[[ἔργω]]<br />[[half]]-made, [[half]]-[[finished]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 1167] ές, halb gethan, halb fertig, Luc. astrol. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιεργής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ εἰργασμένος, ἡμιτελής, Λουκ. Ἀστρολ. 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à moitié travaillé, à moitié fait.
Étymologie: ἡμι-, ἔργον.
Greek Monolingual
ἡμιεργής, -ὲς (Α)
ημιέργαστος, ημιτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -εργής (< έργον), πρβλ. δολο-εργής, ευ-εργής].
Greek Monotonic
ἡμιεργής: -ές (*ἔργω), μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος, ημιτελής, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιεργής: Luc. = ἡμίεργος.