ἐκπολιορκέω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκπολιορκέω:''' <b class="num">1)</b> принуждать осадой к сдаче, брать в результате осады (πόλιν Thuc., Xen., Plut.): προσκαθεζόμενοι ἐξεπολιόρκησαν λιμῷ Thuc. обложив (город), они голодом вынудили (его) сдаться; ἐκπεπολιορκημένοι Plut. сдавшиеся на капитуляцию;<br /><b class="num">2)</b> принуждать осадой к отступлению (ἐκ τοῦ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι Thuc.).
|elrutext='''ἐκπολιορκέω:''' <b class="num">1)</b> принуждать осадой к сдаче, брать в результате осады (πόλιν Thuc., Xen., Plut.): προσκαθεζόμενοι ἐξεπολιόρκησαν λιμῷ Thuc. обложив (город), они голодом вынудили (его) сдаться; ἐκπεπολιορκημένοι Plut. сдавшиеся на капитуляцию;<br /><b class="num">2)</b> принуждать осадой к отступлению (ἐκ τοῦ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι Thuc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[force]] a besieged [[town]] to [[surrender]], Thuc., Xen.:—Pass. to be [[forced]] to [[surrender]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 13:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπολιορκέω Medium diacritics: ἐκπολιορκέω Low diacritics: εκπολιορκέω Capitals: ΕΚΠΟΛΙΟΡΚΕΩ
Transliteration A: ekpoliorkéō Transliteration B: ekpoliorkeō Transliteration C: ekpoliorkeo Beta Code: e)kpoliorke/w

English (LSJ)

   A force a besieged town to surrender, force to capitulate, Th.1.94,134, X.HG2.4.3, etc. : metaph. of argument, ἐ. τινὰ λόγῳ ChioEp.10 :—Pass., to be forced to surrender, Th.1.117 ; ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθείς ib.131, cf. Inscr.Prien.37.112 ; ὑπὸ τῶν τυράννων Arist.Ath.19.3 : metaph., ἐκπολιορκηθέντος τοῦ σώματος ὑπὸ μακρᾶς νόσου Diog.Oen.39.

German (Pape)

[Seite 775] eine Stadt durch eine Belagerung einnehmen, erobern; Thuc. 1, 94; προσκαθεζόμενοι λιμῷ 1, 134; Xen. Hell. 7, 4, 18; βουλομένων τῶν τριάκοντα ἀποτειχίζειν, ἵνα ἐκπολιορκήσειαν αὐτούς, um sie durch Belagerung zur Uebergabe zu zwingen, 2, 4, 3; ἐξεπολιορκήθησαν Thuc. 1, 117; ἐκ τοῦ Βυζαντίου βίᾳ ἐκπολιορκηθείς 1, 131, nach Schol. τῇ πολιορκίᾳ ἐκβληθείς. Bei Sp. übertr., λόγῳ τινά.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπολιορκέω: ἐξαναγκάζω πολιορκουμένην πόλιν νὰ παραδοθῇ, ἀναγκάζω νὰ συνθηκολογήσῃ, Θουκ. 1. 94, 134, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 3, κτλ. - Παθ., ἀναγκάζομαι νὰ παραδοθῶ, Θουκ. 1. 117· ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι αὐτόθι 131.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
réduire ou prendre après un siège ; Pass. être forcé de capituler après un siège.
Étymologie: ἐκ, πολιορκέω.

Spanish (DGE)

1 forzar la rendición o la capitulación de, obligar a rendirse a ciu. o pers. sitiadas (Βυζάντιον) Th.1.94, cf. D.7.27, αὐτήν (Τροίαν) Isoc.5.112, τὰ Ἱεροσόλυμα I.BI 4.412, cf. Philoch.160, Plb.4.61.4, LXX Io.7.3, D.S.14.16, Parth.23, τὴν βαρυτάτην πόλιν ἐν τρισὶν ἡμέραις Plb.3.60.9, τοὺς ἐπὶ τὰ ... ἐρύματα συμπεφευγότας Plb.3.117.12, τοὺς ὑμᾶς μὲν ἐκβαλόντας Philipp.Maced.2, cf. X.HG 2.4.3, Τρεβώνιον Str.14.1.37, cf. I.Ap.152, App.BC 1.101, τοὺς ἀδικοῦντας τὸν Ἑλένῃ συνοικοῦντα Lib.Decl.4.59, c. dat. instrum. αὐτὸν ... ἐξεπολιόρκησαν λίμῳ de una pers. encerrada en un santuario, Th.1.134
en v. pas. ἐξεπολιορκήθησαν ἐνάτῳ μηνί Th.1.117, βίᾳ ὑπ' Ἀθηναίων ἐκπολιορκηθείς Th.1.131, cf. D.11.5, Arist.Ath.19.3, Fr.394, IG 22.211.3 (Ática IV a.C.), Str.5.3.11, 8.4.2, Paus.1.25.6, ἐκπεπολιορκημένους ὑπὲρ τῆς φιλίας τῆς ὑμετέρας Isoc.14.26, cf. 4.141, ἐκπολιορκηθέντος τοῦ τυράννου τοῦ ἐν τᾷ πόλει IPr.37.112 (II a.C.), ἕως ἂν ἐκπολιορκηθῇ τὸ χωρίον I.AI 14.87.
2 fig. vencer la resistencia, doblegar ἐξεπολιορκήσαμεν δ' αὐτὸν πάνυ ἀληθεῖ καὶ δικαίῳ λόγῳ vencimos su resistencia con un argumento bien sincero y justo Chio 10.1, τὴν ψυχήν Ph.1.83, cf. Luc.Cal.19, Cyr.Al.Luc.1.89.15, τὸν κορυφαῖον ἐκεῖνον ref. a la superioridad de una pers., Luc.Cal.12, en v. pas. ἐκπολιορκηθέντος τοῦ σώματος ὑπὸ μακρᾶς νόσου Diog.Oen.37.2.3, πανταχόθεν δὲ ἦν ἐκπεπολιορκημένος de una pers. dominada por la pasión, Charito 2.8.1.
3 en v. med. rendirse, capitular el hombre ante el mal, Arr.Epict.1.28.21.

Greek Monotonic

ἐκπολιορκέω: μέλ. -ήσω, αναγκάζω μία πολιορκούμενη πόλη να παραδοθεί, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., αναγκάζομαι να παραδοθώ, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπολιορκέω: 1) принуждать осадой к сдаче, брать в результате осады (πόλιν Thuc., Xen., Plut.): προσκαθεζόμενοι ἐξεπολιόρκησαν λιμῷ Thuc. обложив (город), они голодом вынудили (его) сдаться; ἐκπεπολιορκημένοι Plut. сдавшиеся на капитуляцию;
2) принуждать осадой к отступлению (ἐκ τοῦ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι Thuc.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to force a besieged town to surrender, Thuc., Xen.:—Pass. to be forced to surrender, Thuc.