νοσηλεύω: Difference between revisions
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νοσηλεύω:''' (тж. ν. τινά Isocr.) ухаживать за больным Plut. | |elrutext='''νοσηλεύω:''' (тж. ν. τινά Isocr.) ухаживать за больным Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νοσηλεύω]], only in pres.]<br />to [[tend]] a [[sick]] [[person]], Babr. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:23, 9 January 2019
English (LSJ)
A tend a sick person, τινα Isoc.19.25, Anaxil.19, Phylarch.61 J., Babr.13.8; οἱ νοσηλεύοντες physicians, IGRom.1.1228 (Egypt). II Pass., need medical attendance, to be sick, J.BJ4.1.9, App.BC2.28, Gal.8.291, Asp.in EN26.17; ν. τρυφηλῶς Jul.Or.6.181d.
Greek (Liddell-Scott)
νοσηλεύω: περιποιοῦμαι νοσοῦντα, τινὰ Ἰσοκρ. 389D, Βαβρ. 13. 8· ὁ νοσηλεύων, ἰατρός, Συλλ. Ἐπιγρ. 4767. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσηλεύεται· νοσεῖ: ἢ νοσοῦντι ὑπηρετεῖ». 2) κάμνω τινὰ ἀσθενῆ, Ἀναξίλας ἐν «Μαγείροις» 1· ― Παθητ., ἔχω ἀνάγκην ἰατρικῆς ἐπιμελείας, εἶμαι ἀσθενής, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 28, Ἰουλιαν. 181C.
French (Bailly abrégé)
soigner un malade.
Étymologie: νόσος.
Greek Monolingual
(ΑΜ νοσηλεύω) νοσηλός
1. παρέχω ιατρική περίθαλψη σε άρρωστο, θεραπεύω ασθενή
2. (το παθ.) νοσηλεύομαι
θεραπεύομαι με τη φροντίδα ειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού
αρχ.
1. περνώ τη ζωή μου σαν να είμαι άρρωστος, δηλαδή με πολλές περιποιήσεις και ανέσεις
2. καθιστώ κάποιον ασθενή.
Greek Monotonic
νοσηλεύω: μόνο σε ενεστ., φροντίζω ασθενή, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
νοσηλεύω: (тж. ν. τινά Isocr.) ухаживать за больным Plut.