γραοσόβης: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γρᾱοσόβης:''' ου ὁ ирон. гоняющийся за старухами Arph. | |elrutext='''γρᾱοσόβης:''' ου ὁ ирон. гоняющийся за старухами Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[γραῦς]], [[σοβέω]]<br />scaring old women, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A lover of old women, Ar.Pax812; cf. Sch.ad loc., and v. σοβάς.
German (Pape)
[Seite 505] ὁ, alte Weiber in Bewegung setzend, in obsc. Sinne, Ar. Pax 812.
Greek (Liddell-Scott)
γρᾱοσόβης: -ου, ὁ, ὁ γραίας διώκων ἢ ἐκφοβίζων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 812.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui poursuit les vieilles, coureur de vieilles.
Étymologie: γραῦς, σοβέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γραιο- Sud., Zonar.
1 amante, perseguidor de viejas γραοσόβαι μιαροί Ar.Pax 812, cf. Sch.ad loc., Sud., Zonar.
2 espanta-viejas Sud.l.c.
Greek Monolingual
γραοσόβης, ο (Α)
εραστής γριάς γυναίκας ο οποίος τήν εκμεταλλεύεται οικονομικά.
Greek Monotonic
γρᾱοσόβης: -ου, ὁ (γραῦς, σοβέω), αυτός που διώκει ή τρομάζει ηλικιωμένες γυναίκες, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
γρᾱοσόβης: ου ὁ ирон. гоняющийся за старухами Arph.