διακαλύπτω: Difference between revisions
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διακᾰλύπτω:''' открывать, обнаруживать (τι [[ὑπό]] τι Plut.; [[τότε]] διακαλυφθήσεται [[ταῦτα]] πάντα Dem.). | |elrutext='''διακᾰλύπτω:''' открывать, обнаруживать (τι [[ὑπό]] τι Plut.; [[τότε]] διακαλυφθήσεται [[ταῦτα]] πάντα Dem.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[reveal]] to [[view]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 9 January 2019
English (LSJ)
—Pass., fut.
A -καλυφθήσομαι D.11.13:—reveal, βουλεύματα D.H.5.54, cf. J.BJ6.3.4, Plu.2.764b:—Med., διακαλύψασθαι τὸ ἱμάτιον throw aside one's cloak, Ael.VH5.19:—Pass., D. l.c.
German (Pape)
[Seite 580] enthüllen; ἁμαρτίας Dem. 11, 13; Plut. Alex. 17; διακαλυψάμενος τὸ ἱμάτιον Ael. V. H. 5, 19, zurückschlagen.
Greek (Liddell-Scott)
διακαλύπτω: μέλλ. -ψω, φανερώνω, ἀποκαλύπτω, Δημ. 155. 26. ― Μέσ., διακαλύψασθαι τὸ ἱμάτιον, ― ἀφελέσθαι τὸ ἱμ., Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 19.
French (Bailly abrégé)
découvrir aux regards;
Moy. διακαλύπτομαι se mettre à nu en ôtant : τὸ ἱμάτιον ÉL son vêtement.
Étymologie: διά, καλύπτω.
Spanish (DGE)
1 descubrir, dejar a la vista, revelar βουλεύματα D.H.5.54, τὰ λείψανα τοῦ τέκνου I.BI 6.209, τὰ σύμβολα Ph.2.484, cf. Plu.2.764a, Alex.17, Lib.Ep.410.3, en v. pas. διακαλυφθήσεται ταῦτα πάντα D.11.13, τὰ τοιαῦτα στρατηγήματα Ph.2.344, cf. I.BI 4.268, 1.606.
2 en v. med. desnudarse, quitarse τὸ ἱμάτιον Ael.VH 5.19.
Greek Monolingual
διακαλύπτω (Α)
1. αποκαλύπτω, φανερώνω
2. διακαλύπτομαι
αποβάλλω τα ενδύματά μου.
Greek Monotonic
διακαλύπτω: μέλ. -ψω, φανερώνω, αποκαλύπτω, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διακᾰλύπτω: открывать, обнаруживать (τι ὑπό τι Plut.; τότε διακαλυφθήσεται ταῦτα πάντα Dem.).