συμπαρέχω: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμ-παρέχω mede verschaffen, helpen verschaffen, met acc. en dat. iets aan iem. | |elnltext=συμ-παρέχω mede verschaffen, helpen verschaffen, met acc. en dat. iets aan iem. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -[[παρέξω]]<br />to [[assist]] in causing, φόβον τινί Xen.; in procuring, ἀσφάλειάν τινι Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 9 January 2019
English (LSJ)
A assist in causing, φόβον τοῖς πολεμίοις X.An.7.4.19; assist in procuring, ἀσφάλειάν τινι ib.7.6.30:—Med., εὔκλειαν Id.Smp.8.43.
German (Pape)
[Seite 985] (s. ἔχω), zugleich darreichen; φόβον, Furcht einflößen, Xen. An. 7, 4, 19; ἀσφάλειαν, 7, 6, 30; med., Conv. 8, 43.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρέχω: παρέχω, προξενῶ, ἐμποιῶ ὁμοῦ, ὥστε καὶ τοῦτο φόβον συμπαρέσχε τοῖς πολεμίοις Ξεν. Ἀν. 7. 4, 19· ὁμοῦ ἢ ἀπὸ κοινοῦ παρέχω, ὁ συμπαρέχων ἡμῖν ταύτην τὴν ἀσφάλειαν αὐτόθι 7. 6, 30· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σ. εὔκλειαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 43.
French (Bailly abrégé)
procurer ou faire naître en même temps, acc..
Étymologie: σύν, παρέχω.
Greek Monolingual
Α παρέχω
1. προξενώ επίσης («ὥστε καὶ τοῡτο φόβον συμπαρέσχε τοῑς πολεμίοις», Ξεν.)
2. παρέχω συγχρόνως ή από κοινού.
Greek Monotonic
συμπαρέχω: μέλ. -παρέξω, βοηθώ στο να προκληθεί κάτι, προξενώ από κοινού, φόβοντινί, σε Ξεν.· παρέχω από κοινού, ἀσφάλειάν τινι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρέχω: тж. med.
1) вместе доставлять, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Xen.);
2) одновременно причинять, внушать (φόβον τοῖς πολεμίοις Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παρέχω mede verschaffen, helpen verschaffen, met acc. en dat. iets aan iem.
Middle Liddell
fut. -παρέξω
to assist in causing, φόβον τινί Xen.; in procuring, ἀσφάλειάν τινι Xen.