λωβητής: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λωβητής:''' οῦ ὁ погубитель, подрыватель (τέχνης Arph.). | |elrutext='''λωβητής:''' οῦ ὁ погубитель, подрыватель (τέχνης Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λωβητής]], οῦ, = [[λωβητήρ]]<br />λ. τέχνης one who disgraces his [[trade]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 9 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = foreg., λ. τέχνης
A one who disgraces his trade, Ar.Ra.93.
Greek (Liddell-Scott)
λωβητής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., λωβηταὶ τέχνης, οἱ ἀτιμάζοντες τὸ ἑαυτῶν ἐπάγγελμα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 93.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui gâte, qui fait tort à.
Étymologie: λωβάομαι.
Greek Monolingual
λωβητής, ὁ (Α) λωβώμαι
λωβητήρ («λωβηταί τέχνης» — αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
λωβητής: -οῦ, ὁ, = το προηγ.· λωβητὴς τέχνης, κάποιος που ατιμάζει, ντροπιάζει το επάγγελμά του, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λωβητής: οῦ ὁ погубитель, подрыватель (τέχνης Arph.).
Middle Liddell
λωβητής, οῦ, = λωβητήρ
λ. τέχνης one who disgraces his trade, Ar.