ἀντισήκωσις: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀντισήκωσις:''' εως ἡ уравновешивание: ἀ. γίνεται Her. устанавливается равновесие.
|elrutext='''ἀντισήκωσις:''' εως ἡ уравновешивание: ἀ. γίνεται Her. устанавливается равновесие.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀντισηκόω]]<br />[[equipoise]], [[compensation]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 14:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισήκωσις Medium diacritics: ἀντισήκωσις Low diacritics: αντισήκωσις Capitals: ΑΝΤΙΣΗΚΩΣΙΣ
Transliteration A: antisḗkōsis Transliteration B: antisēkōsis Transliteration C: antisikosis Beta Code: a)ntish/kwsis

English (LSJ)

εως, Ion. ιος, ἡ, = foreg.,

   A ἀ. γίνεται Hdt.4.50; equivalence, Plot.1.4.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισήκωσις: -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, ἀντιστάθμησις, ἀντισήκωσις γίνεται Ἡρόδ. 4. 50, Δωρ. -σάκωσις, ἀποζημίωσις, ἀποτισάτω διπλασίαν ἀντισάκωσιν τῇ πόλει Ἐπιγρ. Βοιωτ. 3. 4 (Keil).

French (Bailly abrégé)

εως, ion. ιος (ἡ) :
contrepoids, compensation.
Étymologie: ἀντισηκόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 compensación ἀ. γίνεται Hdt.4.50.
2 movimiento en sentido contrario ἀντισηκώσεως δὲ οἷον ἐπὶ θάτερα πρὸς τὰ ἄριστα γενομένης Plot.1.4.14.

Greek Monolingual

ἀντισήκωσις, η (Α) αντισηκώ
αποκατάσταση ισορροπίας, αντιστάθμισμα.

Greek Monotonic

ἀντισήκωσις: -εως, Ιων. -ιος, , ισορροπία, αντίβαρο, αντιστάθμισμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντισήκωσις: εως ἡ уравновешивание: ἀ. γίνεται Her. устанавливается равновесие.

Middle Liddell

[from ἀντισηκόω
equipoise, compensation, Hdt.