ἀμφιθάλπω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμφιθάλπω:''' <b class="num">1)</b> нагревать (πέπλους αὐγαῖσιν ἐν ταῖς χρυσέαις Eur.);<br /><b class="num">2)</b> согревать, лелеять (τινά Luc.).
|elrutext='''ἀμφιθάλπω:''' <b class="num">1)</b> нагревать (πέπλους αὐγαῖσιν ἐν ταῖς χρυσέαις Eur.);<br /><b class="num">2)</b> согревать, лелеять (τινά Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[warm]] on [[both]] sides, or [[thoroughly]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιθάλπω Medium diacritics: ἀμφιθάλπω Low diacritics: αμφιθάλπω Capitals: ΑΜΦΙΘΑΛΠΩ
Transliteration A: amphithálpō Transliteration B: amphithalpō Transliteration C: amfithalpo Beta Code: a)mfiqa/lpw

English (LSJ)

   A warm on both sides, cherish, Luc.Trag.28.

German (Pape)

[Seite 139] ringsum erwärmen, Luc. Tragop. 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιθάλπω: θερμαίνω τι ἀμφοτέρωθεν, θεραπεύω, περιποιοῦμαι, Λουκ. Τραγ. 28: - φοίνικας ἁλίῳ πέπλους αὐγαῖσιν ἐν χρυσέαις ἀμφιθάλπουσ’ Εὐρ. Ἑλ. 181 (ἐπειδὴ ἐλέγετο ὅτι ἡ πορφύρα ἀνελάμβανε τὴν ζωηρότητα αὑτῆς ἐκτιθεμένη εἰς τὸν ἥλιον), πρβλ. Ἱππόλ. τοῦ αὐτοῦ 125, Πολυδ. Α. 49.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
réchauffer en enveloppant.
Étymologie: ἀμφί, θάλπω.

Spanish (DGE)

caldear por todos lados, fig. cuidar, mimar σε πάντες ἀμφιθάλπομεν Luc.Trag.28.

Greek Monolingual

ἀμφιθάλπω (Α)
1. θερμαίνω κάτι από όλες τις πλευρές
2. περιβάλλω με στοργή, περιποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θάλπω.

Greek Monotonic

ἀμφιθάλπω: θερμαίνω κάτι και από τις δύο πλευρές, θεραπεύω ή περιποιούμαι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιθάλπω: 1) нагревать (πέπλους αὐγαῖσιν ἐν ταῖς χρυσέαις Eur.);
2) согревать, лелеять (τινά Luc.).

Middle Liddell


to warm on both sides, or thoroughly, Eur.