πάτρηθε: Difference between revisions
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάτρηθε:''' Δωρ. -ᾶθε, επίρρ., από μια [[φυλή]] ή [[γενιά]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''πάτρηθε:''' Δωρ. -ᾶθε, επίρρ., από μια [[φυλή]] ή [[γενιά]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=doric πάτρᾱθε, adv.<br />from a [[race]] or [[family]], Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 9 January 2019
English (LSJ)
and πάτρη-θεν, Adv.,
A = ἐκ πάτρης, from one's native land, A.R. 2.541, etc. II from a family or clan, Dor. πάτρᾱθε Pi.N.7.70.
German (Pape)
[Seite 535] u. πάτρηθεν, = ἐκ πάτρης, aus dem Vaterlande; D. Per. 657; πάτρηθεν ἀλώμενος, Ap. Rh. 2, 541. Vgl. πάτραθε.
Greek (Liddell-Scott)
πάτρηθε: καὶ -θεν, Ἐπίρρ., = ἐκ πάτρης, ἐκ τῆς πατρίδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 541, κτλ. ΙΙ. ἐκ τῆς πατριᾶς ἢ οἰκογενείας, Δωρ. Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες Πινδ. Ν. 7. 103.
Greek Monolingual
και πάτρηθεν και δωρ. τ. πάτραθε Α
επίρρ.
1. από τη χώρα τών πατέρων, από την πατρίδα
2. από την οικογένεια ή την πατριά, από τη γενιά («Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρη / πάτρα «πατρίδα, χώρα τών πατέρων» + επιρρμ. κατάλ. -θε / -θεν].
Greek Monotonic
πάτρηθε: Δωρ. -ᾶθε, επίρρ., από μια φυλή ή γενιά, σε Πίνδ.