ὄστινος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄστῐνος:''' -η, -ον ([[ὀστέον]]), Αττ. [[τύπος]] του [[ὀστέϊνος]]· <i>τὰ ὄστινα</i>, Λατ. tibiae, αυλοί φτιαγμένοι από [[κόκαλο]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὄστῐνος:''' -η, -ον ([[ὀστέον]]), Αττ. [[τύπος]] του [[ὀστέϊνος]]· <i>τὰ ὄστινα</i>, Λατ. tibiae, αυλοί φτιαγμένοι από [[κόκαλο]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὄστῐνος, η, ον [[ὀστέον]] [[attic]] [[form]] of [[ὀστέϊνος]]<br />τὰ ὄστινα, Lat. tibiae, [[bone]]-pipes, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 9 January 2019
English (LSJ)
η, ον, (ὀστέον) Att. form of ὀστέϊνος (q. v.) acc. to Poll.2.232, Phot., found in Arist.PA692b18 codd., Gal.18(1).237; τὰ ὄστινα
A bone-pipes, ὀστίνοις φυσᾶν Ar.Ach.863 (spoken by a Boeotian).
German (Pape)
[Seite 399] = ὀστέϊνος, Ar. Ach. 828; Poll. 2, 232; Lob. Phryn. 262.
Greek (Liddell-Scott)
ὄστῐνος: -η, -ον, (ὀστέον) Ἀττ. τύπος τοῦ ὀστέϊνος, (ὃ ἴδε)· τὰ ὄστινα, Λατ. tibiae, ἐξ ὀστῶν αὐλοί, ὀστίνοις φυσᾶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 863. - ἴδε Κόντου Φιλολ. σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 315.
Greek Monotonic
ὄστῐνος: -η, -ον (ὀστέον), Αττ. τύπος του ὀστέϊνος· τὰ ὄστινα, Λατ. tibiae, αυλοί φτιαγμένοι από κόκαλο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὄστῐνος, η, ον ὀστέον attic form of ὀστέϊνος
τὰ ὄστινα, Lat. tibiae, bone-pipes, Ar.