γνωμοτύπος: Difference between revisions
(3) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γνωμοτύπος:''' [ῠ], -ον ([[τύπτω]]), αυτός που δημιουργεί γνωμικά, ρητά, αυτός που μιλάει αποφθεγματικά, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''γνωμοτύπος:''' [ῠ], -ον ([[τύπτω]]), αυτός που δημιουργεί γνωμικά, ρητά, αυτός που μιλάει αποφθεγματικά, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τύπτω]]<br />[[maxim]]-coining, [[sententious]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ον, (τύπτω)
A maxim-coining, sententious, Id.Ra.877, Nu.952 (lyr.); γ. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Arist.Rh.1395a7.
German (Pape)
[Seite 498] Denksprüche prägend; ἄνδρες Ar. Ran. 876; μέριμναι Nubb. 940; vgl. Arist. rhet. 2, 21.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμοτύπος: [ῠ], -ον, (τύπτω) ἀποφθέγματα γνωμικὰ ποιῶν, ἀποφθεγματικῶς ὁμιλῶν, Ἀριστοφ. Βατρ. 877, Νεφ. 950· γν. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 21,9. ― γνωμοτυπία Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui forge des sentences, sentencieux.
Étymologie: γνώμη, τύπτω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
acuñador de máximas, sentencioso ἄνδρες Ar.Ra.877, μέριμναι Ar.Nu.952, οἱ γὰρ ἀγροῖκοι μάλιστα γνωμοτύποι εἰσί Arist.Rh.1395a7.
Greek Monolingual
γνωμοτύπος, -ον (Α)
συνθέτης γνωμικών.
Greek Monotonic
γνωμοτύπος: [ῠ], -ον (τύπτω), αυτός που δημιουργεί γνωμικά, ρητά, αυτός που μιλάει αποφθεγματικά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τύπτω
maxim-coining, sententious, Ar.