ἀμφιτρής: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμφιτρής:''' ῆτος adj. пробуравленный насквозь, имеющий два выхода, сквозной ([[αὔλιον]] Soph.; sc. [[πέτρα]] Eur.). | |elrutext='''ἀμφιτρής:''' ῆτος adj. пробуравленный насквозь, имеющий два выхода, сквозной ([[αὔλιον]] Soph.; sc. [[πέτρα]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[*τράω]<br />pierced from end to end, [[ἀμφιτρής]] [sc. [[πέτρα]], i. e. a [[cave]] with [[double]] [[entrance]], Eur.; with a neut. [[noun]], ἀμφιτρὴς [[αὔλιον]] Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, (τετραίνω) = sq.; ἀμφιτρής (sc. πέτρα) rock
A pierced through, cave with double entrance, E.Cyc.707: also neut., ἀμφιτρὴς αὔλιον S.Ph.19.
German (Pape)
[Seite 145] ῆτος (τράω), nach beiden Seiten durchbohrt, mit zwei Eingängen versehen, αὐλιον Soph. Phil. 19; ἡ ἀμφιτρής, sc. πέτρα, ein mit einem Durchgang versehener Fels, Eur. Cycl. 701; auch Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιτρής: ῆτος, ὁ, ἡ (*τράω) = τῷ ἑπομ.: - ἀμφιτρής, [ἐνν. πέτρα], βράχος διάτρητος, σπήλαιον ἔχον δύο εἰσόδους, Εὐρ. Κύκλ. 707· ὡσαύτως οὐδετ., δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου Σοφ. Φ. 19· πρβλ. Λοβ. Αἴ. 323.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
percé des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, τιτραίνω.
Spanish (DGE)
-ῆτος
adj. horadado de un lado a otro (πέτρα) ἀμφιτρής E.Cyc.707, αὔλιον ἀ. cueva con entrada y salida S.Ph.19
•fig. de un ciego πῶς δὲ οἱ ἀμφιτρῆτες ἀνωίχθησαν ὀπωπαί y cómo se le abrieron (a la luz) sus ojos traspasados (de oscuridad), Nonn.Par.Eu.Io.9.20.
Greek Monolingual
ἀμφιτρής (-ῆτος), ο, η, το (Α) τετραίνω
1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφιτρής (ενν. πέτρα)
διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τρης < ρίζα τρη-, τέτρημαι του ρ. τετραίνω.
Greek Monotonic
ἀμφιτρής: -ῆτος, ὁ, ἡ (τετραίνω), τρυπημένος, διάτρητος από άκρη σε άκρη, ἀμφιτρής (ενν. πέτρα), δηλ. σπηλιά με διπλή είσοδο, σε Ευρ.· με ουδ. ουσ., ἀμφιτρὴς αὔλιον, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιτρής: ῆτος adj. пробуравленный насквозь, имеющий два выхода, сквозной (αὔλιον Soph.; sc. πέτρα Eur.).
Middle Liddell
[*τράω]
pierced from end to end, ἀμφιτρής [sc. πέτρα, i. e. a cave with double entrance, Eur.; with a neut. noun, ἀμφιτρὴς αὔλιον Soph.