χαλίκρητος: Difference between revisions
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χᾰλίκρητος:''' -ον, ποιητ. αντί [[ἄκρατος]], αυτός που δεν είναι αναμεμιγμένος με [[νερό]], σε Αρχίλ. | |lsmtext='''χᾰλίκρητος:''' -ον, ποιητ. αντί [[ἄκρατος]], αυτός που δεν είναι αναμεμιγμένος με [[νερό]], σε Αρχίλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χᾰλί-κρητος, ον, [poetic for [[ἄκρατος]]<br />[[unmixed]], Archil. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, poet. for ἄκρατος,
A unmixed, μέθυ Archil.78, A.R. 1.473; σπονδαί A.ap.Eust.1471.2 (v. Nauckad A.Fr.448); νᾶμα AP5.293.6 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλίκρητος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἄκρατος, ὁ μὴ κεκραμένος, μὴ μεμιγμένος ὕδατι, μέθυ Ἀρχίλ. 64· σπονδοὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 388· νᾶμα Ἀνθ. Παλατ. 5. 294, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ion. c. χαλίκρατος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για οίνο) άκρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις «άκρατος οίνος» + -κρητος / -κρᾶτος (< θ. κρᾱ- του κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. εὔ-κρατος].
Greek Monotonic
χᾰλίκρητος: -ον, ποιητ. αντί ἄκρατος, αυτός που δεν είναι αναμεμιγμένος με νερό, σε Αρχίλ.