μελαμπέταλος: Difference between revisions

From LSJ

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελαμπέτᾰλος:''' чернолистый, с темными листьями (δάφνης [[κλών]] Anth.).
|elrutext='''μελαμπέτᾰλος:''' чернолистый, с темными листьями (δάφνης [[κλών]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελαμ-πέτᾰλος, ον [[πέταλον]]<br />[[dark]]-leaved, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμπέτᾰλος Medium diacritics: μελαμπέταλος Low diacritics: μελαμπέταλος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΕΤΑΛΟΣ
Transliteration A: melampétalos Transliteration B: melampetalos Transliteration C: melampetalos Beta Code: melampe/talos

English (LSJ)

ον,

   A dark-leaved, κλών AP4.1.14 (Mel.), 9.307 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 118] schwarzblätterig, δάφνης κλών, Mel. 1 (IV, 1).

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπέτᾰλος: -ον, ὁ ἔχων μαῦρα, σκοτεινὰ πέταλα, φύλλα, Ἀνθ. Π. 4. 1, 14, πρβλ. 9. 307.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux feuilles noires.
Étymologie: μέλας, πέταλον.

Greek Monolingual

μελαμπέταλος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκοτεινόχρωμα πέταλα, σκούρα φύλλα («δάφνης κλῶνα μελαμπέταλον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέταλον (πρβλ. ελικο-πέταλος, χρυσο-πέταλος)].

Greek Monotonic

μελαμπέτᾰλος: -ον (πέταλον), αυτός που έχει μαύρα (σκούρα) πέταλα ή φύλλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελαμπέτᾰλος: чернолистый, с темными листьями (δάφνης κλών Anth.).

Middle Liddell

μελαμ-πέτᾰλος, ον πέταλον
dark-leaved, Anth.