τειχοδόμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τειχοδόμος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που χτίζει, που οικοδομεί τείχη.
|lsmtext='''τειχοδόμος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που χτίζει, που οικοδομεί τείχη.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τειχο-[[δόμος]], ον, [[δέμω]]<br />[[building]] walls.
}}
}}

Revision as of 15:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχοδόμος Medium diacritics: τειχοδόμος Low diacritics: τειχοδόμος Capitals: ΤΕΙΧΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: teichodómos Transliteration B: teichodomos Transliteration C: teichodomos Beta Code: teixo/domos

English (LSJ)

ον (parox.),

   A building walls, Man.4.291, Poll.1.161.

German (Pape)

[Seite 1081] eine Mauer od. Burg erbauend, Maneth. 4, 291.

Greek (Liddell-Scott)

τειχοδόμος: -ον, ὁ κτίζων, ὁ οἰκοδομῶν τείχη, Μανέθων 4. 291, Πολυδ. Α΄, 161, πρβλ. τειχοποιός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui construit un rempart, une forteresse.
Étymologie: τεῖχος, δέμω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
οικοδόμος τείχους ή τειχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -δόμος (< δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. οικο-δόμος, πυργο-δόμος.

Greek Monotonic

τειχοδόμος: -ον (δέμω), αυτός που χτίζει, που οικοδομεί τείχη.

Middle Liddell

τειχο-δόμος, ον, δέμω
building walls.