ἀποσκώπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποσκώπτω:''' насмехаться, осмеивать (τινά Plat., εἴς τινα Luc. и τι εἴς τινα Diog. L.).
|elrutext='''ἀποσκώπτω:''' насмехаться, осмеивать (τινά Plat., εἴς τινα Luc. и τι εἴς τινα Diog. L.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[banter]], [[rally]], τινά Plat.; ἀπ. εἴς τινα to [[jeer]] at one, Luc.
}}
}}

Revision as of 15:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκώπτω Medium diacritics: ἀποσκώπτω Low diacritics: αποσκώπτω Capitals: ΑΠΟΣΚΩΠΤΩ
Transliteration A: aposkṓptō Transliteration B: aposkōptō Transliteration C: aposkopto Beta Code: a)poskw/ptw

English (LSJ)

   A banter, rally, Θαλῆν ἀστρονομοῦντα . . θεραπαινὶς ἀποσκῶψαι λέγεται Pl.Tht.174a; ἀ. πρός or εἴς τινα, jeer at one, D.C.48.38, Luc.Herm. 51, etc.; ἐπί τινι D.C.60.33; εἴς τινα ἐπίγραμμα D.L. 5.11.

German (Pape)

[Seite 325] verspotten, τινά Plat. Theaet. 174 a u. Folgde; εἴς τινα Luc. Hermot. 51; Merc. cond. 15 u. öfter, Spöttereien gegen Einen vorbringen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκώπτω: μέλλ. -ψομαι (καὶ -ψω, παρὰ Βυζ.) ἐμπαίζω, περιπέζω, Θαλῆν ἀστρονομοῦντα… θεραπαινὶς ἀποσκῶψαι λέγεται Πλάτ. Θεαίτ. 174Α: ὡσαύτως, ἀπ. πρὸς ἢ εἴς τινα, χλευάζω τινά, Δίων Κ. 48. 38, Λουκ. Ἑρμότ. 51, κτλ.· ἐπί τινι Δίων Κ. 60. 33· τί εἴς τινα Διογ. Λ. 5. 11.

French (Bailly abrégé)

railler.
Étymologie: ἀπό, σκώπτω.

Spanish (DGE)

burlarse, mofarse Θαλῆν ἀστρονομοῦντα Pl.Tht.174a
c. prep. πρὸς ... τὸν Ἀντώνιον D.C.48.38.2, ἐς τὸν Κικέρωνα D.C.40.54.4, ἐς τὸν Ξέρξην D.C.59.17.11, ἐς τοὺς φιλοσοφοῦντας Luc.Herm.51, ἐς αὐτόν Philostr.VS 577
dedicar en tono de burla o mofa εἰς αὐτὸν ἐπίγραμμα D.L.5.11, πολλὰ ... πρὸς τὸν Τούλλιον D.C.Epit.7.9.15
ἐφ' ᾧ ... κάλλιστα D.C.60.33.8
c. inf. mofarse de μετελαύνειν αὐτὸν τὰ πρόβατα Philostr.VA 8.22.

Greek Monolingual

ἀποσκώπτω (Α)
εμπαίζω χλευάζω.

Greek Monotonic

ἀποσκώπτω: μέλ. -σκώψομαι, περιπαίζω, περιγελώ, τινά, σε Πλάτ.· ἀποσκώπτω εἴς τινα, χλευάζω κάποιον, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκώπτω: насмехаться, осмеивать (τινά Plat., εἴς τινα Luc. и τι εἴς τινα Diog. L.).

Middle Liddell


to banter, rally, τινά Plat.; ἀπ. εἴς τινα to jeer at one, Luc.