συγκαταδιώκω: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συγκαταδιώκω, Att. ook ξυγκαταδιώκω, samen tot in de haven achtervolgen. | |elnltext=συγκαταδιώκω, Att. ook ξυγκαταδιώκω, samen tot in de haven achtervolgen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[pursue]] with or [[together]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 9 January 2019
English (LSJ)
A pursue with or together, Th.8.28 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 964] zusammen verfolgen, τὰς ναῦς ξυγκαταδιωχθείσας, Thuc. 8, 28.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταδιώκω: καταδιώκω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Θουκ. 8. 28, ἐν τῷ παθ.
French (Bailly abrégé)
poursuivre ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, κατά, διώκω.
Greek Monolingual
Α
καταδιώκω με κάποιον.
Greek Monotonic
συγκαταδιώκω: μέλ. -ξω, καταδιώκω μαζί ή από κοινού, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταδιώκω: вместе преследовать (αἱ ναῦς ξυνκαταδιωχθεῖσαι Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκαταδιώκω, Att. ook ξυγκαταδιώκω, samen tot in de haven achtervolgen.