ἀνακέλαδος: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνακέλᾰδος:''' ὁ шум, крик Eur. | |elrutext='''ἀνακέλᾰδος:''' ὁ шум, крик Eur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=a [[loud]] [[shout]] or din, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A loud shout or din, dub.l. in E.Or.185, where Sch. uses the Verb ἀνακελαδέω.
German (Pape)
[Seite 191] ὁ, das Auflärmen, Eur. Or. 182, ch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακέλᾰδος: ὁ, ἰσχυρὰ κραυγὴ ἢ κρότος, ἦχος, Εὐρ. Ὀρ. 185, ἔνθα ὁ Σχολ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα ἀνακελαδέω.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bruit retentissant.
Étymologie: ἀνά, κέλαδος.
Greek Monolingual
ἀνακέλαδος, ο (Α)
δυνατή κραυγή, έντονος θόρυβος, οχλοβοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + κέλαδος «φωνή, βοή, κραυγή»].
Greek Monotonic
ἀνακέλᾰδος: ὁ, δυνατή κραυγή ή κρότος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακέλᾰδος: ὁ шум, крик Eur.