ἀνάμεστος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνάμεστος:''' <b class="num">1)</b> переполненный, изобилующий (τεττίγων Arph.);<br /><b class="num">2)</b> целиком проникнутый, преисполненный (ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον Dem.). | |elrutext='''ἀνάμεστος:''' <b class="num">1)</b> переполненный, изобилующий (τεττίγων Arph.);<br /><b class="num">2)</b> целиком проникнутый, преисполненный (ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον Dem.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />[[filled]] [[full]], τινός of a [[thing]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον (fem.
A -τη Eup.16 codd.), filled full, τινός of a thing, Ar.Nu.984, Eup. l. c., Philum. ap. Aët.5.125, Phld.Piet.74, Man.4.82, Eun.VS p.454 B.; ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος D.25.32; βίος ἀ. ἰλύος Epict.Gnom.1.
German (Pape)
[Seite 198] (fem. ἀναμέστη Eupol. bei Schol. Ar. Pax 790), angefüllt, voll, ἔχθρας πατρικῆς Dem. 25, 32; Mnesim. Ath. IX, 403 (V. 65).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμεστος: η (;), ον, πλήρης, «γεμᾶτος», σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη (κατὰ Δινδόρφιον ἀνάμεστοι) Εὔπολ. ἐν «Αἰξί» 16, ― ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος Δημ. 779. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rempli de, gén..
Étymologie: ἀνά, μέστος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): fem. ἀνάμεστη Eup.16
lleno de c. gen. χαρίτων Lyr.Adesp.95, σφυράδων Eup.l.c., τεττίγων Ar.Nu.984, ἔχθρας D.25.32, ἰλύος Epict.Gnom.1, μανίης Man.4.82, ἡδονῆς Phld.Rh.2.266, cf. Piet.74.15, κηλίδων Ph.1.662, φθορᾶς Ph.1.578, βοσκημάτων I.BI 7.246, cf. Eun.VS 454, πολιτικῆς ... φρονήσεως Syrian.in Hermog.1.96.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάμεστος, -ον και -ος, -η, -ον)
πλήρης, γεμάτος
νεοελλ.
(και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μεστός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναμεστόω
νεοελλ.
αναμεστώνω].
Greek Monotonic
ἀνάμεστος: -ον, (και —τη στον Ευρ.) πλήρης, γεμάτος, τινος, από ένα πράγμα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάμεστος: 1) переполненный, изобилующий (τεττίγων Arph.);
2) целиком проникнутый, преисполненный (ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον Dem.).