ἀνούτατος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνούτᾰτος:''' нераненный, незадетый (χαλκῷ Hom.).
|elrutext='''ἀνούτᾰτος:''' нераненный, незадетый (χαλκῷ Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οὐτάω]]<br />[[unwounded]] by [[sword]], Il.
}}
}}

Revision as of 16:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνούτᾰτος Medium diacritics: ἀνούτατος Low diacritics: ανούτατος Capitals: ΑΝΟΥΤΑΤΟΣ
Transliteration A: anoútatos Transliteration B: anoutatos Transliteration C: anoytatos Beta Code: a)nou/tatos

English (LSJ)

ον,

   A unwounded bv stroke of sword, ἄβλητος καὶ ἀ. 11.4.540, cf. A.R.2.75.    II invulnerable, Nonn.D.16.157,al.    III where no wounds are inflicted, ἀγωνες ib.37.774.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνούτᾰτος: -ον, (οὐτάω) ὁ μὴ ἐκ τοῦ ἐγγὺς ξίφει τρωθείς, ἀνούτατος ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Δ. 540, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 125.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non blessé.
Étymologie: ἀ, οὐτάω.

English (Autenrieth)

unwounded, Il. 4.540†. See οὐτάω.

Spanish (DGE)

(ἀνούτᾰτος) -ον
1 ileso, ἀνήρ ... ἄβλητος καὶ ἀ. Il.4.540, Polideuces, A.R.2.75, cf. Hsch.
2 invulnerable, Διόνυσος Nonn.D.16.157.
3 en que no se hiere ἀγῶνες Nonn.D.37.774.

Greek Monolingual

ἀνούτατος και ἀνούτητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν πληγώθηκε από χτύπημα ξίφους
2. ο άτρωτος
3. (για αγώνες) αυτός στον οποίο δεν επιτρέπονται χτυπήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουτάω «χτυπώ με όπλο»].

Greek Monotonic

ἀνούτᾰτος: -ον (οὐτάω), αυτός που δεν χτυπήθηκε από σπαθί, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνούτᾰτος: нераненный, незадетый (χαλκῷ Hom.).

Middle Liddell

οὐτάω
unwounded by sword, Il.