ἀπόγαιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(3)
(1a)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόγαιος:''' ή -γειος, -ον (γῆ), αυτός που προέρχεται από την [[ξηρά]]· <i>ἀπόγειον</i> ή [[ἀπόγαιον]], <i>τό</i>, χοντρό [[σκοινί]], [[παλαμάρι]], μέσω του οποίου το [[πλοίο]] προσδένεται στην [[ξηρά]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀπόγαιος:''' ή -γειος, -ον (γῆ), αυτός που προέρχεται από την [[ξηρά]]· <i>ἀπόγειον</i> ή [[ἀπόγαιον]], <i>τό</i>, χοντρό [[σκοινί]], [[παλαμάρι]], μέσω του οποίου το [[πλοίο]] προσδένεται στην [[ξηρά]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[γῆ]<br />from [[land]]: ἀπόγειον or [[ἀπόγαιον]], ου, τό, a [[morning]] [[cable]], Luc.
}}
}}

Revision as of 16:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόγαιος Medium diacritics: ἀπόγαιος Low diacritics: απόγαιος Capitals: ΑΠΟΓΑΙΟΣ
Transliteration A: apógaios Transliteration B: apogaios Transliteration C: apogaios Beta Code: a)po/gaios

English (LSJ)

   A v. ἀπόγειος.

German (Pape)

[Seite 298] (γῆ), vom Lande her kommend, ἄνεμος, Landwind, Strab.; Dio Chrys. II, 51; τὸ ἀπόγαιον, 1) ein Tau, das Schiff am Lande festzubinden, Pol. 33, 7. – 2) sc. διάστημα, die größte Erdferne der Planeten, Astron. – S. ἀπόγειος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόγαιος: ἰδὲ ἀπόγειος.

Greek Monotonic

ἀπόγαιος: ή -γειος, -ον (γῆ), αυτός που προέρχεται από την ξηρά· ἀπόγειον ή ἀπόγαιον, τό, χοντρό σκοινί, παλαμάρι, μέσω του οποίου το πλοίο προσδένεται στην ξηρά, σε Λουκ.

Middle Liddell

[γῆ]
from land: ἀπόγειον or ἀπόγαιον, ου, τό, a morning cable, Luc.