ἄρτυμα: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄρτῡμα:''' ατος τό приправа (κοσμεῖν χύτρας ἀρτύμασι Batr.; βορᾶς ἀρτύματα Soph.; ἡ [[ἀνάπαυσις]] τῶν πόνων ἄ. ἐστι Plut.).
|elrutext='''ἄρτῡμα:''' ατος τό приправа (κοσμεῖν χύτρας ἀρτύμασι Batr.; βορᾶς ἀρτύματα Soph.; ἡ [[ἀνάπαυσις]] τῶν πόνων ἄ. ἐστι Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀρτύω]]<br />[[seasoning]], [[sauce]], [[spice]], Batr.
}}
}}

Revision as of 16:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρτῡμα Medium diacritics: ἄρτυμα Low diacritics: άρτυμα Capitals: ΑΡΤΥΜΑ
Transliteration A: ártyma Transliteration B: artyma Transliteration C: artyma Beta Code: a)/rtuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A condiment, seasoning, ἀρτύμασι παντοδαποῖσι Batr.41, cf. Hp.Aff.43, Dsc.3.36, etc.; βορᾶς ἀρτύματα S.Fr.675, cf. 709; τὰ παλαιὰ καὶ θρυλούμενα ἀρτύματα Anaxipp.1.5: metaph., ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἄ. Plu.2.9c.    II = διαθήκη, δίκη, Hsch. (cf. ἄρτημα).

German (Pape)

[Seite 363] τό, Zubereitung von Speisen, βορᾶς Soph. frg. 601; Aesch. frg. 317; bes. alles, womit die Speisen schmackhaft gemacht werden, Gewürz, κοσμοῦντες χύτρας ἀρτύμασι παντοδαποῖσι Batrach. 41; übertr., πόνων, die Ruhe, Plut. ed. lib. 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
assaisonnement.
Étymologie: ἀρτύω.

Spanish (DGE)

(ἄρτῡμα) -ματος, τό
1 condimento, especia en cocina κοσμοῦντες χύτρας ἀρτύμασι παντοδαποῖσιν Batr.(a).41, διαβρέχεις τἀρτύματα pones a remojo los condimentos A.Fr.306, cf. ἀρτύματα ξηρά PCair.Zen.702.29 (III a.C.), βορᾶς ἀρτύματα S.Fr.675, Anaxipp.1.5, ἀρτυμάτων μέδιμνοι Theopomp.Hist.263a, PPetaus.28.19, PSarap.55.40 (II d.C.), Vit.Aesop.G 34
de uso restringido en las dietas σκευάζειν δὲ τὰ ὄψα ἁλσὶ καὶ κυμίνῳ καὶ τοῖσιν ἄλλοισιν ἀρτύμασιν ὡς ἐλαχίστοισι χρῆσθαι Hp.Aff.43, cf. Int.49, 51 (p.296)
en sacrificios, S.Fr.709, en ritos mágicos PMag.12.72
fig. ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄ. el descanso en los esfuerzos es como la especia de la vida, Plu.2.9c.
2 διαθήκη, δίκη Hsch.

Greek Monolingual

το (AM ἄρτυμα) αρτύω
το καρύκευμα, το μυρωδικό
αρχ.
ό,τι προξενεί ευχαρίστηση ή ανακούφιση, η ανάπαυση από τους πόνους.

Greek Monotonic

ἄρτῡμα: τό(ἀρτύω), καρύκευμα, σάλτσα, μπαχαρικό, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρτῡμα: ατος τό приправа (κοσμεῖν χύτρας ἀρτύμασι Batr.; βορᾶς ἀρτύματα Soph.; ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἄ. ἐστι Plut.).

Middle Liddell

ἀρτύω
seasoning, sauce, spice, Batr.