ὀνομακλήτωρ: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀνομακλήτωρ:''' ορος ὁ (лат. [[nomenclator]]) номенклатор (в Риме - раб, записывавший и докладывавший хозяину имена посетителей) Luc. | |elrutext='''ὀνομακλήτωρ:''' ορος ὁ (лат. [[nomenclator]]) номенклатор (в Риме - раб, записывавший и докладывавший хозяину имена посетителей) Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀνομα-[[κλήτωρ]], ορος, ὁ, [[καλέω]]<br />one who announces guests by [[name]], Lat. [[nomenclator]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ορος, ὁ, (καλέω)
A one who announces guests by name, Lat. nomenclator, Luc.Merc.Cond.10, Ath.2.47e.
German (Pape)
[Seite 349] ορος, ὁ, der die Namen der Leute (kennt u.) nennt, das lat. nomenclator; Ath. II, 47 e; Luc. merc. cond. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομακλήτωρ: -ορος, ὁ (καλέω) ὁ ἀναγγέλλων τοὺς δαιτυμόνας ὀνομαστί, Λατ. nomenclator, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 12, Ἀθήν. 47D.
French (Bailly abrégé)
τορος (ὁ) :
serviteur chargé de nommer à son maître les passants ou les citoyens ; à Rome nomenclator.
Étymologie: ὄνομα, καλέω.
Greek Monolingual
ὀνομακλήτωρ, ὁ (ΑΜ, Μ και ὀνοματοκλήτωρ)
υπηρέτης εντεταλμένος να αναγγέλλει ονομαστικά τους καλεσμένους σε μια εκδήλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του λατ. nomenclātor (βλ. και λ. νομεγκλάτωρ)].
Greek Monotonic
ὀνομακλήτωρ: -ορος, ὁ (καλέω), αυτός που αναγγέλλει τους προσκεκλημένους με το όνομά τους, Λατ. nomenclator, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομακλήτωρ: ορος ὁ (лат. nomenclator) номенклатор (в Риме - раб, записывавший и докладывавший хозяину имена посетителей) Luc.
Middle Liddell
ὀνομα-κλήτωρ, ορος, ὁ, καλέω
one who announces guests by name, Lat. nomenclator, Luc.