δήμωμα: Difference between revisions
From LSJ
πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
(3) |
(1a) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δήμωμα:''' -ατος, τό ([[δημόομαι]]), λαϊκή [[διασκέδαση]]· χαρίτων [[δαμώματα]], λαϊκά αστεία άσματα που εκτελούνται δημοσίως, σε Στησίχ. παρ' Αριστοφ. | |lsmtext='''δήμωμα:''' -ατος, τό ([[δημόομαι]]), λαϊκή [[διασκέδαση]]· χαρίτων [[δαμώματα]], λαϊκά αστεία άσματα που εκτελούνται δημοσίως, σε Στησίχ. παρ' Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δημόομαι]]<br />a [[popular]] [[pastime]], χαρίτων [[δαμώματα]] odes for [[public]] [[performance]], Stesich, ap. Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 January 2019
English (LSJ)
A v. δάμωμα.
Greek (Liddell-Scott)
δήμωμα: τό, τοῦ λαοῦ τέρψις, χαρίτων δαμώματα, ᾄσματα δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Στησίχ. 34 (ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 798)· πρβλ. δημόομαι.
Greek Monolingual
δήμωμα, το (Α) δημούμαι
η τέρψη του λαού.
Greek Monotonic
δήμωμα: -ατος, τό (δημόομαι), λαϊκή διασκέδαση· χαρίτων δαμώματα, λαϊκά αστεία άσματα που εκτελούνται δημοσίως, σε Στησίχ. παρ' Αριστοφ.
Middle Liddell
δημόομαι
a popular pastime, χαρίτων δαμώματα odes for public performance, Stesich, ap. Ar.