χόλιξ: Difference between revisions

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χόλιξ:''' ῐκος ἡ чаще pl. бычачьи кишки, потроха Arph.
|elrutext='''χόλιξ:''' ῐκος ἡ чаще pl. бычачьи кишки, потроха Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χόλιξ]], ῐκος,<br />[[mostly]] in pl. χόλικες, like [[χολάδες]], the [[guts]] or [[bowels]] of oxen, Ar.; in sg., Ar.
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χόλιξ Medium diacritics: χόλιξ Low diacritics: χόλιξ Capitals: ΧΟΛΙΞ
Transliteration A: chólix Transliteration B: cholix Transliteration C: choliks Beta Code: xo/lic

English (LSJ)

ῐκος, ἡ, later ὁ (Phryn.283, Id.PS p.125 B.):—mostly in pl. χόλικες,

   A = χολάδες, guts or bowels of oxen, χόλικες βοός Pherecr.108.15, Eub.63.4 (anap.); without βοός, Ar.Ra.576, Fr.82 (anap.); χόλικες ἑφθαί Id.Pax717:sg., Id.Eq.1179, Milet.6.21 (V B.C.); Com. κρόκης χόλιξ wool-sausages, cf. κρόκη 1.3. (Cf. χολάς.)

German (Pape)

[Seite 1363] ικος, ἡ, später auch ὁ, s. Lob. Phryn. 310 u. Moeris; gew. im plur. χόλικες, die Eingeweide, Gedärme, Kaldaunen; ἑφθαί Ar. Equ. 1175 Vesp 1144 Pax 701; χόλικες βοός Pherecrat. bei Ath VI, 269 a.

Greek (Liddell-Scott)

χόλιξ: ῐκος, ἡ, μεταγεν. ὁ (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 310, Δινδόρφ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 576)· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χόλικες, ὡς τὸ χολάδες, τὰ ἔντερα τῶν βοῶν, χόλικες βοὸς Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 13, Εὔβουλος ἐν «Λάκωσιν» 1, 4· καὶ ἄνευ τοῦ βοός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. ἔνθ’ ἀνωτ., 52· χόλικες ἐφθαὶ ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 717· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1179· ― περὶ τοῦ κρόκης χόλιξ, ἴδε κρόκη Ι. 3. (Ἴδε ἐν λ. χολάς.)

French (Bailly abrégé)

χόλικος (ἡ) :
boyau ; d’ord. αἱ χόλικες tripes.
Étymologie: DELG cf. χολάδες.

Greek Monolingual

-ικος, ή, και μτγν
τ. χόλιξ, ὁ, Α
1. συν. στον πληθ. αἱ χόλικες
τα έντερα του βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», Αριστοφ.)
2. (σπαν. στον εν.) είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. χολάς, σχηματισμένος με διαφορετικό επίθημα, πιθ. αναλογικά προς τον τ. ἕλιξ.

Greek Monotonic

χόλιξ: -ῐκος, ἡ, κυρίως σε πληθ. χόλικες, όπως το χολάδες, έντερα ή εντόσθια βοδιών, σε Αριστοφ.· σε ενικ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

χόλιξ: ῐκος ἡ чаще pl. бычачьи кишки, потроха Arph.

Middle Liddell

χόλιξ, ῐκος,
mostly in pl. χόλικες, like χολάδες, the guts or bowels of oxen, Ar.; in sg., Ar.