ἰπνίτης: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(5) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰπνίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ἰπνός]]), ψημένος σε φούρνο, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἰπνίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ἰπνός]]), ψημένος σε φούρνο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἰ¯πνίτης, ου, [[ἰπνός]]<br />[[baked]] in the [[oven]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῑτ], ου, ὁ,
A baked in the oven, οἱ ἰ. ἄρτοι Hp.Vict.2.42, Polem.Hist.86, IG5 (1).363.18 (Sparta, i A.D.: written -είταν): without ἄρτος, Timocl. 33; ἰ. φθοΐς AP6.299 (Phan., sed leg. -ευτής).
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, im Ofen gebacken; ἄρτος Hippocr.; Timocl. Ath. III, 109 c u. A.; φθοΐς Rhian. 5 (VI, 299).
Greek (Liddell-Scott)
ἰπνίτης: ῑ, ου, ὁ ὀπτηθεὶς ἐν κλιβάνῳ, «ψημένος ’ς τὸν φοῦρνον», οἱ ἰπν. ἄρτοι Ἱππ. 356. 13· καὶ ἄνευ τοῦ ἄρτος, θερμῶν ἰπνιτῶν ἤσθιον Τιμοκλ. ἐν «Ψευδολῃσταῖς» 1· ἰπν. φθοΐς Ἀνθ. Π. 6. 299.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
cuit au four.
Étymologie: ἰπνός.
Greek Monolingual
ἰπνίτης, ὁ (Α) ιπνός
ο ψημένος στον φούρνο («ἰπνῑται ἄρτοι», Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
ἰπνίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ἰπνός), ψημένος σε φούρνο, σε Ανθ.