κακόμοιρος: Difference between revisions
From LSJ
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰκόμοιρος:''' злосчастный, роковой (ὠδῖνες Anth.). | |elrutext='''κᾰκόμοιρος:''' злосчастный, роковой (ὠδῖνες Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰκό-μοιρος, ον [[μοῖρα]]<br />ill-[[fated]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A ill-fated, ὠδῖνες AP7.375 (Antiphil.), cf. Maiuri Nuova Silloge630.
German (Pape)
[Seite 1301] von bösem Geschick, unglücklich, ὠδῖ. νες Antiphil. 40 (VII, 375).
Greek (Liddell-Scott)
κακόμοιρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων κακὴν μοῖραν, δυστυχής, Ἀνθ. Π. 7. 375.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
malheureux.
Étymologie: κακός, μοῖρα.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κακόμοιρος, -ον)
αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος.
επίρρ...
κακόμοιρα
άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονό-μοιρος, ολβιό-μοιρος].
Greek Monotonic
κᾰκόμοιρος: -ον (μοῖρα), δύσμοιρος, κακότυχος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόμοιρος: злосчастный, роковой (ὠδῖνες Anth.).