ποίκιλσις: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(nl) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ποίκιλσις -εως, ἡ [ποικίλλω] variatie, het variëren. | |elnltext=ποίκιλσις -εως, ἡ [ποικίλλω] variatie, het variëren. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ποίκιλσις]], εως, [[ποικίλλω]] = [[ποικιλία]], Plat.] | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = ποικιλία, Pl. Lg.747a(pl.).
German (Pape)
[Seite 651] ἡ, = ποικιλία, Plat. Legg. V, 747 a.
Greek (Liddell-Scott)
ποίκιλσις: -εως, ἡ, (ποικίλλω) = ποικιλία, Πλάτ. Νόμ. 747Α.
Greek Monotonic
ποίκιλσις: -εως, ἡ (ποικίλλω), = ποικιλία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ποίκιλσις: εως ἡ Plat. = ποικιλία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποίκιλσις -εως, ἡ [ποικίλλω] variatie, het variëren.