ἀστρονομία: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀστρονομία:''' ἡ изучение небесных светил, астрономия Arph., Plat.
|elrutext='''ἀστρονομία:''' ἡ изучение небесных светил, астрономия Arph., Plat.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀστρονόμος]]<br />astronomy, Ar., Plat., etc.
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρονομία Medium diacritics: ἀστρονομία Low diacritics: αστρονομία Capitals: ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ
Transliteration A: astronomía Transliteration B: astronomia Transliteration C: astronomia Beta Code: a)stronomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A astronomy, Hp.Aër.2, Ar.Nu.201, Pl.Smp.188b, etc.; title of a work ascribed to Hesiod, and Ptolemy's σύνταξις, Olymp.in Mete.68.20, al.

German (Pape)

[Seite 378] ἡ, Sternkunde, Ar. Nub. 201; ἡ περὶ ἄστρων τε φορᾶς καὶ ἐνιαυτῶν ὥρας Plat. Conv. 188 b u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρονομία: ἡ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 201, Πλάτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
astronomie.
Étymologie: ἀστρονόμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Hp.Aër.2
1 astronomía μάθοι ἂν ὅτι οὐκ ἐλάχιστον μέρος ξυμβάλλεται ἀστρονομίη ἐς ἰητρικήν Hp.l.c., cf. Ar.Nu.201, Pl.Smp.188b, Grg.451c, Eudox.Fr.270, D.Chr.70.4, 9, Plot.3.1.3
ἐξ ἀστρονομίας según la astronomía Philostr.Her.47.8
ἡ ἀ. tít. de una obra atribuida a Hesíodo, Olymp.in Mete.68.20.
2 astrología Χαλδαίων ἀ. καὶ γενεθλιαλογία Gr.Naz.M.36.340B.

Greek Monolingual

η (AM ἀστρονομία) αστρονόμος
η επιστήμη που μελετά όλα τα ουράνια αντικείμενα πέρα από τη Γη και το άμεσο περιβάλλον της (τη Σελήνη, τον Ήλιο και τους πλανήτες με τους δορυφόρους τους, τους μετεωρίτες, τους αστέρες, τους γαλαξίες), το μεσοαστρικό και το μεσοπλανητικό υλικό και τέλος το σύμπαν ως σύνολο
αρχ.
αστρολογία.

Greek Monotonic

ἀστρονομία: ἡ, αστρονομία, επιστήμη μελέτης του ουρανού, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρονομία: ἡ изучение небесных светил, астрономия Arph., Plat.

Middle Liddell

ἀστρονόμος
astronomy, Ar., Plat., etc.