βομβήεις: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(3)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βομβήεις:''' -εσσα, -εν ([[βομβέω]]), αυτός που βουΐζει, αυτός που ζουζουνίζει, σε Ανθ.
|lsmtext='''βομβήεις:''' -εσσα, -εν ([[βομβέω]]), αυτός που βουΐζει, αυτός που ζουζουνίζει, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βομβέω]]<br />humming, buzzing, Anth.
}}
}}

Revision as of 20:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβήεις Medium diacritics: βομβήεις Low diacritics: βομβήεις Capitals: ΒΟΜΒΗΕΙΣ
Transliteration A: bombḗeis Transliteration B: bombēeis Transliteration C: vomvieis Beta Code: bombh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A = βομβητικός, APl.4.74; κῦμα Nonn.D.3.32.

German (Pape)

[Seite 453] εσσα, εν, summend, μέλισσα Ep. ad. 467 (Plan. 74); brausend, κῦμα Nonn. D. 3, 32.

Greek (Liddell-Scott)

βομβήεις: εσσα, εν, = βομβητικός, Ἀνθ. II. 4. 74.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
1 qui bourdonne (abeille);
2 qui gronde (flot).
Étymologie: βόμβος.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
zumbón μέλισσα AP 16.74
retumbante κῦμα Nonn.D.3.32.

Greek Monolingual

βομβήεις, -εσσα, -εν (Α) βόμβος
ο γεμάτος βόμβο.

Greek Monotonic

βομβήεις: -εσσα, -εν (βομβέω), αυτός που βουΐζει, αυτός που ζουζουνίζει, σε Ανθ.

Middle Liddell

βομβέω
humming, buzzing, Anth.