βυρσοτενής: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βυρσοτενής:''' обтянутый кожей (τύπανα Eur.). | |elrutext='''βυρσοτενής:''' обтянутый кожей (τύπανα Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τείνω]]<br />with [[skin]] stretched [[over]] it, of a [[drum]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A = βυρσότονος, τύμπανα E.Hel.1347 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 468] ές, mit Leder überspannt, τύμπανα Eur. Hel. 1367.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσοτενής: -ές, = βυρσότονος, τύμπανα Εὐρ. Ἑλ. 1347.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tendu de peau (tambour).
Étymologie: βύρσα, τείνω.
Spanish (DGE)
-ές de piel tensa τύπανα E.Hel.1347.
Greek Monolingual
βυρσοτενής, -ές (Α)
φρ. «βυρσοτενῆ τύμπανα» — τα τύμπανα που έχουν επάνω τους τεντωμένο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -τενής < τείνω.
Greek Monotonic
βυρσοτενής: -ές και βυρσό-τονος, -ον (τείνω), αυτός που έχει τεντωμένο δέρμα πάνω του, λέγεται για τα τύμπανα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βυρσοτενής: обтянутый кожей (τύπανα Eur.).