βαθυσκαφής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(nl)
(1a)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βαθυσκαφής]] -ές [[βαθύς]], [[σκάπτω]] diep gegraven.
|elnltext=[[βαθυσκαφής]] -ές [[βαθύς]], [[σκάπτω]] diep gegraven.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκάπτω]]<br />[[deep]]-dug, Soph.
}}
}}

Revision as of 20:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθυσκᾰφής Medium diacritics: βαθυσκαφής Low diacritics: βαθυσκαφής Capitals: ΒΑΘΥΣΚΑΦΗΣ
Transliteration A: bathyskaphḗs Transliteration B: bathyskaphēs Transliteration C: vathyskafis Beta Code: baquskafh/s

English (LSJ)

ές,

   A deep-dug, S.El.435.

German (Pape)

[Seite 425] κόνις, tiefgegraben, Soph. El. 435.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθῠσκαφής: -ές, ὁ βαθέως ἐσκαμμένος, Σοφ. Ἠλ. 435.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
creusé profondément ; épais.
Étymologie: βαθύς, σκάπτω.

Spanish (DGE)

(βᾰθυσκᾰφής) -ές profundamente cavado, espeso κόνις S.El.435.

Greek Monolingual

βαθυσκαφἠς (-οῡς), -ές (Α)
βαθιά σκαμμένος («βαθυσκαφεῑ κόνει», Σοφ.
«βαθυσκαφή μνήματα», Κάλβος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σκαφής < σκάφος «το σκάψιμο» < σκάπτω.

Greek Monotonic

βᾰθυσκᾰφής: -ές (σκάπτω), σκαμμένος βαθιά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βαθυσκᾰφής: глубоко разрытый: βαθυσκαφεῖ κόνει κρύψαι τι Soph. зарыть что-л. глубоко в землю.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθυσκαφής -ές βαθύς, σκάπτω diep gegraven.

Middle Liddell

σκάπτω
deep-dug, Soph.